Στις 4 Απριλίου 1968, ο Martin Luther King Jr., ο άνθρωπος που είχε ταυτιστεί με τον αγώνα για ισότητα και τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, δολοφονήθηκε στο Μέμφις. Η είδηση συγκλόνισε την Αμερική και γέννησε οργή, θλίψη αλλά και φόβο.
Την επόμενη κιόλας μέρα, σε μια μικρή πόλη της Αϊόβα, η δασκάλα Jane Elliott ένιωσε ότι έπρεπε να εξηγήσει στα παιδιά της τι είχε συμβεί. Πώς μπορείς όμως να μιλήσεις σε μαθητές δημοτικού για τον ρατσισμό; Η Elliott συνειδητοποίησε ότι οι λέξεις δεν αρκούσαν. Έπρεπε να τους κάνει να νιώσουν.
Έτσι, χώρισε την τάξη με βάση το χρώμα των ματιών. «Τα μπλε μάτια είναι πιο έξυπνα», ανακοίνωσε. Τα παιδιά με μπλε μάτια απέκτησαν προνόμια: καθόντουσαν μπροστά, είχαν περισσότερο διάλειμμα, έπαιρναν επαίνους. Τα καστανομάτικα παιδιά έμειναν πίσω: τιμωρούνταν για λάθη, γίνονταν αντικείμενο κοροϊδίας, ένιωθαν κατώτερα. Μέσα σε λίγες ώρες η αλλαγή ήταν εμφανής: οι «ανώτεροι» έγιναν υπεροπτικοί, οι «κατώτεροι» αποθαρρύνθηκαν, μιλούσαν λιγότερο, απέδιδαν χειρότερα.
Την επόμενη μέρα, η Elliott αντέστρεψε τους ρόλους. Τώρα οι καστανομάτες ήταν η «ανώτερη» ομάδα και οι γαλανομάτες η «κατώτερη». Και πάλι, τα μοτίβα επαναλήφθηκαν. Η εμπειρία ήταν τόσο ισχυρή, ώστε τα παιδιά συνειδητοποίησαν στο ίδιο τους το σώμα τι σημαίνει διάκριση.
Το πείραμα με τα μάτια δεν ήταν ένα απλό παιδαγωγικό τέχνασμα. Ήταν μια άμεση απάντηση στη δολοφονία του Martin Luther King. Έδειξε ότι ο ρατσισμός δεν είναι φυσικός, δεν είναι έμφυτος· είναι μια κοινωνική επινόηση που μπορεί να φυτευτεί μέσα σε λίγες ώρες. Κι αφού μπορεί να κατασκευαστεί, μπορεί και να αποδομηθεί.