Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με μια σχηματική περιγραφή: η υπηρεσία της συνοδείας ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες σε ένα εξωτερικό πρόγραμμα αφορά στην σύσταση μιας δυάδας, αποτελούμενης από το συνοδό και το συνοδευόμενο άτομο, οι οποίοι έρχονται σε επαφή και συμμετέχουν σε πλαίσια και καταστάσεις εκτός εκείνων τα οποία είναι τα “πάγια” για το συνοδευόμενο άτομο. Σε μια κοινωνία όπως είναι η δική μας, και ειδικά για τα άτομα με γνωσιακές αναπηρίες ή των οποίων τα προβλήματα αφορούν στην κοινωνική αλληλεπίδραση, αυτά τα “πάγια” περιορίζονται κατά κανόνα στο σπίτι ή στα σπίτια του στενού οικογενειακού περίγυρου, και σε κάποιο ειδικό πλαίσιο (δηλάδή, πλαίσιο που απευθύνεται σε “ειδικούς” πληθυσμούς) ή ειδικά πλαίσια εκπαίδευσης, κατάρτισης, αναψυχής ή προσαρμοσμένων δραστηριοτήτων. Η παρουσία και η συμμετοχή πέρα και έξω από αυτά τα “συνήθη” πλαίσια σηματοδοτούν τον “εξωτερικό” χαρακτήρα των προγραμμάτων για τα οποία μιλάμε, τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως την παρουσία, την επαφή, τη συμμετοχή, και τη διεκδίκηση για κάτι άλλο πέραν του ειδικά προορισμένου, “προ-προσαρμοσμένου” και προκατασκευασμένου για τους ειδικούς πληθυσμούς, για να το πούμε κάπως γλαφυρά.

Η παραπάνω περιγραφή, ωστόσο, όσο απλή κι ουδέτερη κι αν δίνει την εντύπωση ότι είναι (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό!), δε μπορεί να θεωρηθεί ακριβής: το εξωτερικό πρόγραμμα και η συνοδεία αν περιγραφούν έτσι “απλά” φαίνονται ως προαιρετικό συμπλήρωμα άλλων, πιο “κεντρικών”, διεργασιών και διαδικασιών. Αυτή, όμως, η αντίληψη ανακλά τυπικές διοικητικές ή επαγγελματικές ιεραρχήσεις και κοινωνικά επιβελημένα στεγανά, και όχι την ουσία του πράγματος, η οποία έγκειται στο ότι η συνοδεία και το εξωτερικό πρόγραμμα, εφόσον υπηρετούν τη δημόσια παρουσία, την ευρεία συμμετοχή στην καθημερινή ζωή – όπως συνήθως εννοούμε την τελευταία, και όχι όπως αυτή εννοείται ή προδιαγράφεται ως “ειδική λωρίδα κυκλοφορίας” για τα άτομα με ειδικές ανάγκες -, υπηρετούν με έναν άμεσο και ουσιαστικό τρόπο τον κεντρικό σκοπό κάθε υποστήριξης που δέχονται τα άτομα σε κάθε πλαίσιο. Είναι ανησυχητικό όταν μια τέτοια ευρεία και δημόσια συμμετοχή μένει πάντα στο στάδιο της προπαρασκευής και της προετοιμασίας – ώσπου στη ζωή του ατόμου, της οικογένειας, της κοινωνίας η επιθυμία για περισσότερα πράγματα “μαραζώνει” και η ζωή μέσα στις ιδιωτικές ή τις ειδικές συνθήκες κάθε είδους γίνεται μονόδρομος. Η συνοδεία και το εξωτερικό πρόγραμμα, λοιπόν, εκτός από συναρπαστικές διαδικασίες για τον επαγγελματία, είναι μια εξαιρετική στιγμή στην ροή της προσωπικής ζωής για το συνοδευόμενο άτομο, αλλά και για την κοινωνία συνολικά. Είναι η στιγμή που οι διαχωρισμοί και οι συνειδήσεις, οι δυσκολίες και οι αναγκαιότητες, τίθενται σε μια άμεση αντιπαράθεση, με στόχο το κοινωνείν, την ουσιαστική αλληλοανάγνωρισή μας ως ανθρώπινα όντα – την κατάσταση δηλαδή που μας βελτιώνει όλους εξίσου. Δυστυχώς, είναι και εξαιρετικές στιγμές με την έννοια επίσης της εξαίρεσης, της σπάνιας διακοπής σε μια κανονικότητα μη συμμετοχής, μη ορατότητας κ.λπ. στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η συνοδεία και το εξωτερικό πρόγραμμα αφορούν στην υποστήριξη ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες σε συγκεκριμένους τόπους, πλαίσια, λιγότερο ή περισσότερο συλλογικές διαδικασίες, αλλά ακόμα και απλές χαρές της ζωής, από τα οποία το άτομο είναι αποκλεισμένο χωρίς ακριβώς αυτήν την υποστήριξη. Ο συνοδός του ατόμου προσπαθεί με τις γνώσεις και την προσωπική του αφιέρωση να κάνει προσβάσιμη, με την ευρύτερη δυνατή έννοια, μια κατάσταση, μια δραστηριότητα, έναν τόπο για το συνοδευόμενο άτομο, Μια παιδική χαρά, ένα θεατρικό εργαστήριο, μια αθλητική ομάδα, ένας τόπος εθελοντικής προσφοράς εργασίας, ένας πολιτιστικός σύλλογος, ένα μουσείο, μια διάλεξη, μια χορωδία, ένας αθλητικός αγώνας, μια παράσταση, μια διαδήλωση, μια δημόσια εκδήλωση, μια συναλλαγή με μια δημόσια υπηρεσία, μια βόλτα ή το παιχνίδι σε ένα πάρκο ή μια μέρα στη λιακάδα σε μια πλατεία, Σε εξελισσόμενες δραστηριότητες (που έχουν συνέχεια στο χρόνο ή/και το χώρο) ή αυτοτελείς καταστάσεις, ο συνοδός προσπαθεί να βοηθήσει το συνοδεύόμενο άτομο να γίνει μέτοχος μιας κοινής – ή μπορεί και μιας εξαιρετικής ή ασυνήθιστης αλλά πάντως ανεξάρτητα διαθέσιμης – για τους περισσότερους ανθρώπους πλευράς της πραγματικότητας. Και κατά έναν τρόπο μέσω αυτής της πλευράς, βοηθά στη συμμετοχή σε σύνολη την κοινωνιακή πραγματικότητα ως κάτι που μας αφορα όλους και όλοι συμβάλλουμε σε αυτό.

Αφετηριακό σημείο – ένα από τα πολλά που μπορούν να νοηθούν ως τέτοια – του εξωτερικού προγράμματος, είναι η επιλογή του πλαισίου και των δραστηριοτήτων. Ασφαλώς για την επιλογή αυτή, κάθε ιδιαιτερότητα του ατόμου και τις δραστηριότητας θα πρέπει να συνεκτιμώνται από τη σκοπιά της σωματικής ασφάλειας (και ειδικά για τα άτομα με Δ.Α.Δ., και της αισθητηριακής διάστασης). Επίσης, η συμμετοχή του ατόμου θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε μη συνιστά μια άσκοπη ή αθέλητη έκθεση. Με άλλα λόγια, η δραστηριότητα και το πλαίσιο για το εξωτερικό πρόγραμμα θα πρέπει να είναι κατάλληλα. Ωστόσο, δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέουμε την καταλληλότητα με την εκ των προτέρων προσαρμογή: δεν είναι κατάλληλο μόνο ότι είναι ρητά απευθυνόμενο σε ειδικούς πληθυσμούς, αλλά ακριβώς ο ρόλος και το έργο του συνοδού είναι να βοηθά (και με ιδέες για επιλογή δραστηριότητας), να σχεδιάζει, να δομεί, να εξηγεί, να ενθαρρύνει, να ρωτά, να αμφισβητεί, να αναστοχάζεται, να προτείνει, να οργανώνει, να ενημερώνει και να εκπαιδεύει ώστε μη προσβάσιμα και μη προορισμένα πλαίσια και δραστηριότητες να αποκτούν έναν τέτοιο χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι το έργο του συνοδού είναι διττό: να βοηθά και να εκπαιδεύει το άτομο με ειδικές ανάγκες ώστε να συμμετέχει, αλλά και να βοηθά και να εκπαιδεύει το πλαίσιο ώστε να εντάσσει. Πρόκειται για μια διαδικασία διαλεκτικής αλληλοκατανόησης, και μια διαδικασία αμοιβαίας αλλαγής και μετασχηματισμού, κατά την οποία, οι προτάσεις. οι επιθυμίες και οι ανάγκες του ίδιου του συνοδεύόμενου ατόμου μπορούν εξ αρχής ή στην πορεία να αποκτουν ισότιμη θέση ή και το μεγαλύτερο βάρος. Αυτό είναι και το βασικό περιεχόμενο του σχεδιασμού από πλευράς του συνοδού: “ποιες γέφυρες μπορούν να στηθούν εδώ και να έχουν νόημα και συνέχεια για τον συγκεκριμένο άνθρωπο και το συγκεκριμένο πλαίσιο, τη συγκεκριμένη κατάσταση;”

Το μαθησιακό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο των εξωτερικών δραστηριοτήτων, οπωσδήποτε, λοιπόν, μπορεί και πρέπει να συνδέεται με στόχους που έχουν τεθεί σε άλλα “συνήθη” πλαίσια, αλλά θα ήταν σφάλμα να δούμε το ζήτημα μόνο από τη συνήθη σκοπιά της γενίκευσης. Το ζήτημα είναι πρωτίστως η συμμετοχή η οποία δε μπορεί να εξαντληθεί από το σχεδιασμό γενικεύσιμων δεξιοτήτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μάθηση παίρνει ευκαιριακό ή περιστασιακό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα – δημιουργεί, δηλαδή, και η ίδια νέους στόχους, και νέα κίνητρα. Σε ένα πρόσφατο σεμινάριο για ηθοποιούς το κεντρικό μεθοδολογικό σύνθημα ήταν “ό,τι μπορείς, με ό,τι έχεις, όπου είσαι”. Πράγματι, μια τέτοια προοπτική, την οποία μπορούμε να δούμε ως θεμελιακά ενδοκοινωνική, οικολογική (με την έννοια της μετοχής, αξιοποίησης και προέκτασης των δυνατοτήτων σε ένα χωροχρόνο) και της επιτελεστικότητας (με την έννοια της δυναμικής εκπλήρωσης περιεχομένων μέσα από την παρουσία, την πρωτοβουλία και το μετασχηματισμό) μπορεί να φωτίσει από μια πλευρά ακριβώς τη διπλή ματιά και διερώτηση που απαιτείται από τον συνοδό: “τι συμβαίνει εδώ/ πώς μπορεί ο συνοδεύομενος να συμμετάσχει;”. Και βεβαίως, πώς μπορεί αυτό το μαθησιακό-συμμετοχικό περιεχόμενο να αποκτήσει έναν χαρακτήρα εξέλιξης, να προ-σχεδιαστεί εφόσον χρειάζεται, να χαράξει δικούς του δρόμους, εφόσον μπορεί, αλλά τόσο μαθησιακά όσο και κοινωνικά-βιωματικά, να κατευθύνεται προς ένα ανήκειν.

Υπό μιαν ουσιαστική έννοια, λοιπόν, η συνοδεία ενός ατόμου σε ένα εξωτερικό πρόγραμμα μπορεί να γίνει εκείνο που ο Σοβιετικός ψυχολόγος Rubinstein περιέγραφε ως περιεχόμενο της μαθησιακής και διδακτικής πορείας: μια μεσολαβημένη (από πρόσωπα, πλαίσια, εργαλεία, νοήματα, στόχους και σκοπούς) γνωριμία με τον κόσμο – μια διαδικασία, οπωσδήποτε, που είναι σκοπός η ίδια, που έχει τα δικά της επιμέρους τέλη, αλλά και είναι η ίδια ατελεύτητη. Μια πορεία που δε μπορεί να είναι προνόμιο λίγων, μια πορεία που κάθε άτομο την κάνει, αλλά ορισμένοι από μας – τα άτομα με ειδικές ανάγκες – έχοντας να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια και να χαράξουν νέους δρόμους, καθώς οι υπάρχοντες δεν είναι φτιαγμένοι για κείνους. Σε αυτήν την πορεία, η δοκιμή, η γνωριμία και η επαφή με νέα πράγματα και νέα βιώματα δεν είναι πολυτέλεια ή άσκοπος πειραματισμός, αλλά βασική και θεμελιώδη συνθήκη. Χωρίς τολμηρές αλλά επιστημονικά συγκροτημένες δοκιμές, χωρίς αυτή τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη στη συλλογική διάννοια και την ικανότητα συμπερίληψης που έχουν οι άνθρωποι να βοηθούν και να βοηθιούνται από άλλους ανθρώπους οσοδήποτε διαφορετικούς, δε μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος, τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά.

Επιστρέφοντας, για το τέλος, στην επιλογή, τελικά, των δραστηριοτήτων και των πλαισίων για το εξωτερικό πρόγραμμα, στο ερώτημα “τι αξίζει να δοκιμάσουμε;” θα πρέπει να δούμε αν υπάρχουν, τελικά, ορισμένα προαπαιτούμενα και προδιαγραφές. Εκείνο που θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε είναι τη σημασία που έχει, πριν και πάνω απ’ ‘ολα, να επιλέγεται ένα πλαίσιο και ένας χώρος που να λείπει, ή να υπάρχει μια υπαρκτή δυνατότητα να αρθεί δραστικά, το βασικότερο όλων των εμποδίων: η προκατάληψη. Η προκατάληψη όχι με τη στενή έννοια μονάχα του στιγματισμού και της θυματοποίησης, αλλά και η άλλη, ενδεχομένως βαθύτερη και δυσκολότερη προκατάληψη, καθώς είναι εμπεδωμένη και στον επιστημονισμό του σήμερα (αλλά απούσα απ’ ότι αξίζει πραγματικά να αποκληθεί επιστήμη), η οποία αποκλείει ανθρώπους από πλευρές του γίγνεσθα, “για το καλό τους” στη βάση υποτιθέμενων εγγενών ελλείψεων, προβληματικών προδιαθέσεων και αδυναμιών. Η εργασία μας ως συνοδών αφορά σε μεγάλο βαθμό στην ενεργητική καταπολέμηση αυτής της προκατάληψης, στο άνοιγμα των οριζόντων, με σκληρή δουλειά που να οδηγεί στην εκδίπλωση των πιο όμορφων δυνατοτήτων στις πιο πιθανές αλλά και απίθανες συνθήκες. Επίσης, η εμπειρία μας την οποία μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται, μας βοηθά να μπορούμε να επιλέξουμε τις συνθήκες και δραστηριότητες που αυτή η άρση της προκατάληψης μπορεί να γίνει από υπόσχεση μια βιωμένη πραγματικότητα, χωρίς άσκοπες περιπλανήσεις αλλά και χωρίς a priori αποκλεισμούς. Για το σκοπό αυτό, από τη δική μας πλευρά, η πρώτη και κύρια προϋποθέση για ένα επιτυχημένο εξωτερικό πρόγραμμα παρέμβασης είναι ότι υποστηρίζοντας ένα πρόσωπο με ειδικές ανάγκες, είμαστε πραγματικά ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΈΣ αυτού του ατόμου, στο προσωπικό του ταξίδι, απέναντι στην αντιξοότητα και την προκατάληψη.

 

  • Η συνοδεία και τα εξωτερικά προγράμματα συμβάλλουν στην άρση του περιορισμού των ατόμων με ειδικές ανάγκες στα συνήθη επιβεβλημένα από την αντιξοότητα και την προκατάληψη χωροχρονικά στεγανά του στενού οικογενειακού περιγύρου και των “ειδικών συνθηκών”.
  • Η επιλογή των πλαισίων και δραστηριότητων οφείλει να λαμβάνει υπόψη ειδικές παραμέτρους, χωρίς όμως, αυθαίρετους και a priori αποκλεισμούς και εγκλωβισμούς.
  • Η εκπαιδευτική διάσταση του εξωτερικού προγράμματος συνδέεται με μαθησιακούς και ψυχοκοινωνικούς στόχους οι οποίοι τίθενται στα άλλα πλαίσια ζωής και εκπαίδευσης του ατόμου, χωρίς, όμως, να έχει μόνον χαρακτήρα γενίκευσης, αλλά αυτοτέλεια και ιδία δυναμική με επίκεντρο τη συμμετοχή και το ανήκειν.
  • Το έργο της συνοδείας αφορά στην διερεύνηση, το σχεδιασμό, την επινόηση και την υποστήριξη των μέσων εκείνων τα οποία επιτρέπουν την μάθηση και την προσωπική εξέλιξη του συνοδευόμενου ατόμου, αλλά και τον αμοιβαίο μετασχηματισμό των παρόντων, των συμμετεχόντων, και των πλαισίων.
  • Ο συνοδός αναπτύσσει και αξιοποιεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τη διπλή ματιά, τη διπλή διερώτηση: “τι ενδιαφέρον και ωφέλιμο συμβαίνει εδώ/ πώς μπορεί ο συνοδεύομενος να συμμετάσχει;”.