Στη Φιλαδέλφεια, το καλοκαίρι του 1902, ένας νεαρός ψυχολόγος με το όνομα Edwin Burket Twitmyer σηκώθηκε να παρουσιάσει την εργασία του στην Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία. Η ομιλία του προγραμματίστηκε τελευταία, λίγο πριν το μεσημεριανό διάλειμμα, κι ίσως αυτό έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο απ’ όσο θα φανταζόταν ποτέ στην ιστορία της ψυχολογίας.
Ο Twitmyer είχε ερευνήσει το αντανακλαστικό του γονάτου εκείνο το τυπικό «χτύπημα» κάτω από την επιγονατίδα που κάνει το πόδι να τινάζεται. Συνδύασε αυτό το απλό πείραμα με έναν ήχο κουδουνιού, ο οποίος ακουγόταν λίγο πριν το χτύπημα. Σύντομα, οι συμμετέχοντες αντιδρούσαν μόνο στον ήχο, χωρίς καν φυσική επαφή. Ουσιαστικά, ο Twitmyer είχε ανακαλύψει την αρχή της κλασικής εξάρτησης.
Μια στιγμή μέσα στην αίθουσα έμεινε χαρακτηριστική: ένας φοιτητής προσπάθησε να «αντιστέκεται» στο αντανακλαστικό, να ελέγξει το πόδι του και να αποδείξει ότι δεν λειτουργεί πάντα μηχανικά. Μα το πόδι κινήθηκε ξανά, ανεξάρτητο από τη βούλησή του σαν να είχε τη δική του μνήμη. Ήταν η πιο καθαρή απόδειξη ότι η σύνδεση ερεθίσματος και αντίδρασης μπορεί να υπερβεί τη συνειδητή θέληση.
Κι όμως, σχεδόν κανείς δεν έδωσε σημασία. Το ακροατήριο βιαζόταν για το γεύμα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιβάν Παβλόφ παρουσίαζε στον κόσμο τα δικά του πειράματα με σκύλους και κουδούνια, και το όνομά του θα έμενε για πάντα στην ιστορία. Ο Twitmyer ξεχάστηκε.
Αυτό το επεισόδιο μας θυμίζει κάτι βαθύτερο: η επιστήμη δεν προχωρά μόνο με ανακαλύψεις, αλλά και με συγκυρίες, με το αν βρίσκεσαι στο σωστό πλαίσιο, τη σωστή στιγμή, μπροστά στο σωστό κοινό. Η τύχη, η θεσμική αναγνώριση και οι «μεγάλοι αφηγήσεις» καθορίζουν ποιος θα μείνει στην ιστορία και ποιος θα χαθεί στη λήθη.