ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ / ΠΛΑΙΣΙΟ

 ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΟΜΑΔΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΟΜΩΝ

ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ

(π.χ. Γυναίκες θύματα βίας, κακοποίησης, θυματά φυλετικών διακρίσεων, γυναίκες πρόσφυγες που κινδυνεύουν ή βρίσκονται εν δυνάμει σε κίνδυνο ή είναι μονογονεικές οικογένειες κ.α)

 

Δέδες Φάνης

Κλινικός και Κοινωνικός Ψυχολόγος

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

  1. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………………………………………… 2

1.1 Εισαγωγικές Επισημάνσεις……………………………………………………………………………………. 2

1.2. Βασικές παραδοχές και προσανατολισμοί για το Εποπτευόμενο Πεδίο……………………… 4

1.3 Κοινοί Στόχοι και Αρχές για τις Εποπτευόμενες Ομάδες…………………………………………… 7

1.4 Ζητήματα σε Ατομικό, Ομαδικό και Οργανωσιακό Επίπεδο……………………………………. 10

1.5 O ρόλος της Κλινικής Εποπτείας και η Σχέση με τους/τις Εποπτευόμενους/ες……………. 13

  1. Επιμέρους Μεθοδολογικές Προκλήσεις Λόγω των Χαρακτηριστικών της Εποπτευόμενης Ομάδας Παροχής Υπηρεσιών σε Σ.Κ. ή/και Ξενώνες Φιλοξενίας Κακοποιημένων Γυναικών…………………………… 15

2.1 Μεθοδολογικές Προτάσεις για τον Τρόπο Διαχείρισης των Ομάδων Προσωπικού της Κάθε Δομής        15

2.1.1 Εποπτεία για τις Διαδικασίες Δράσης………………………………………………………………….. 17

2.1.2 Εποπτεία για τις Διαπροσωπικές Διαδικασίες………………………………………………………. 17

2.2. Μεθοδολογικές προτάσεις για την Ομάδα Επιστημονικού Προσωπικού…………………….. 19

  1. Κατακλείδα……………………………………………………………………………………………………………….. 21
  2. Αναφορές -Ενδεικτική Βιβλιογραφία……………………………………………………………………………. 22

 

 

 

1. Εισαγωγή

1.1 Εισαγωγικές Επισημάνσεις

 

Η παρούσα πρόταση έχει ως σκοπό να περιγράψει συνοπτικά ένα μοντέλο μεθοδολογίας Κλινικής Εποπτείας με στόχο την στήριξη των στελεχών, σε γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο, που εργάζονται σε Δομές (Συμβουλευτικά Κέντρα και Ξενώνες Φιλοξενίας) που παρέχουν μεταξύ άλλων α) υπηρεσίες συμβουλευτικής υποστήριξης β) υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης, μέσα από την ενίσχυση της θέσης της γυναίκας στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική γ) υπηρεσίες στήριξης, διαχείρισης ή/και καταπολέμησης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην οικογενειακή, εκπαιδευτική, επαγγελματική, κοινωνική και πολιτική τους δράση δ) υπηρεσίες φιλοξενίας σε γυναίκες που έχουν υποστεί κάθε μορφή έμφυλης βίας ή εν δυνάμει κινδυνεύουν και χρειάζονται ένα προστατευτικό πλαίσιο τόσο εκείνες όσο και τα παιδιά τους εφόσον υπάρχουν ε) υπηρεσίες/τρόπους κοινωνικής ένταξης/δικτύωσης και συνύπαρξης για γυναίκες πρόσφυγες που είναι θύματα βίας ή αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, στ) υπηρεσίες δικτύωσης για την άρση των έμφυλων διακρίσεων μέσα από την προώθηση της ισότητας των φύλων στην απασχόληση, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική ένταξη. Επίσης, στις περιπτώσεις των γυναικών προσφύγων, σε Δομές προσφέρουν όλες παραπάνω υπηρεσίες, ή και περισσότερες, μέσα από την διαδικασία παρουσίας Διερμηνέα είτε δια ζώσης είτε από απόσταση (τηλεφωνικές ή μέσω skype συνομιλίες/συνεδρίες) – πρακτική νέα για την οποία δεν υπάρχει κάποιο υφιστάμενο πλαίσιο λειτουργίας ή δράσης προς εφαρμογή, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο το συγκεκριμένο έργο.

Λόγω της φύσης των προσφερόμενων υπηρεσιών από τα Στελέχη των Δομών χρειάζεται προσεκτικός σχεδιασμός σε ό,τι αφορά τις μεθόδους κλινικής εποπτείας και τη λήψη αποφάσεων, απόφαση σχετικά με την προσέγγιση που θα χρησιμοποιηθεί ώστε να αναδυθεί η δυναμική της ομάδας.  Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος μια τεχνοκρατική προσέγγιση, χωρίς ουσιαστική κατανόηση και σεβασμό στη διαδικασία της ομάδας, να επιφέρει ακόμη και αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.   Επί παραδείγματι, η χρήση προειλημμένων, υπερβολικά  διαδικασιών – ασκήσεων και μεθόδων φαίνεται να α) να είναι δημοφιλής επιφανειακά στα μέλη της ομάδας άλλα η υπερβολική δόμηση ενισχύει την εξάρτηση από το συντονιστή  β) η ομάδα οδηγείται αμεσότερα σε μεγαλύτερη εκφραστικότητα, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να παρακαμφθούν σημαντικές διαδικασίες στην ανάπτυξη της ομάδας και να αποσιωπηθούν / μείνουν ανεπίλυτες συγκρούσεις που αυτές ενέχουν [1].

Ο ευρύτερος σκοπός της κλινικής εποπτείας (Campbell, 2011) είναι η συμβολή στη διασφάλιση της ποιότητας του έργου που εκτελείται από το επιστημονικό και άλλο προσωπικό των Δομών, μέσα από τον συμμετοχικό διάλογο, την επιστημονική συζήτηση, την προσήλωση στη δεοντολογία, το σεβασμό στα δικαιώματα των εργαζομένων και εξυπηρετουμένων, και το σεβασμό στις δεξιότητες και τους προσανατολισμούς των εποπτευομένων. Προτού εξειδικευθεί περαιτέρω η παρούσα πρόταση σχετικά με το πώς αυτός ο σκοπός και τα μέσα του αποτυπώνονται σε συγκεκριμένες τεχνικές προτάσεις, για τη διασάφηση της μεθοδολογικής πρότασης ορισμένες προκαταρκτικές επισημάνσεις που πρέπει να γίνουν είναι οι εξής:

  • η Κλινική Εποπτεία των ομάδων δεν έχει χαρακτήρα εκπαιδευτικής Εποπτείας ή συνεχιζόμενης ατομικής επαγγελματικής Εποπτείας, αλλά απευθύνεται σε επαγγελματίες που ήδη έχουν εκπληρώσει σχετικές διαδικασίες ή βρίσκονται σε αυτές παράλληλα με την Κλινική Εποπτεία που θα τους παρασχεθεί από τον/την επαγγελματία το ρόλος του οποίου/της οποίας σκιαγραφείται σε αυτήν την πρόταση. Τούτο δε σημαίνει ότι η προτεινόμενη Κλινική Εποπτεία των ομάδων των Δομών δεν επικοινωνεί με μεθοδολογίες ή και διαδικασίες εκπαιδευτικής Εποπτείας ή ατομικής επαγγελματικής Εποπτείας. Σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν αποσκοπεί στο να τις υποκαταστήσει. Το ίδιο ισχύει με συναφείς ή λιγότερο συναφείς πρακτικές επαγγελματικής και προσωπικής ανάπτυξης, όπως συνεχιζόμενη κατάρτιση και επιμόρφωση, εκπαίδευση, ατομική ή ομαδική συμβουλευτική ή ψυχοθεραπεία κ.α. Απεναντίας, η Εποπτεία χρειάζεται και ενθαρρύνει ιδιαιτέρως την συνέχιση από πλευράς των εποπτευομένων τέτοιων διαδικασιών, και δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση σύγκρουση ανάμεσα στο εποπτικό έργο και τις σχετικές εκπαιδευτικές διαδικασίες κατάρτισης μάθησης από πλευράς των εργαζομένων. Τουναντίον, αυτές ενισχύουν/ενθαρρύνουν ως πηγή πλουραλισμού η οποία συμβάλλει μέσα από το άτομο στο δυναμικό της εποπτευόμενης ομάδας.
  • Η Κλινική Εποπτεία Δομών όπως αυτών του Κ.Ε.Θ.Ι. έχει κατ΄ανάγκην χαρακτήρα δυναμικό και ευέλικτο προκειμένου να ανταποκριθεί τελικά σε έναν πληθυσμό ρευστό και ευαίσθητο, στη διασταύρωση ζητημάτων ψυχοκοινωνικών, έμφυλων και πολιτισμικών. Η μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία θα ακολουθηθεί για την παροχή εποπτείας στις δομές του Συμβουλευτικού Κέντρου και του Ξενώνα Φιλοξενίας διαμορφώνεται σε συνάρτηση με βασικούς στόχους της Κλινικής Εποπτείας, όπως αυτοί περιγράφονται από τους συλλόγους Ψυχολόγων σε Βρετανία και Αμερική (διασφάλιση της ασφάλειας, ενδυναμωση των ποιοτικών στοιχείων περίθαλψης, ενσωμάτωση νέων δεξιοτήτων, τήρηση των ορίων και της δεοντολογίας).

 

1.2.  Βασικές παραδοχές και προσανατολισμοί για το Εποπτευόμενο Πεδίο[2]

Ο συντονισμός, η ενίσχυση, η υποστήριξη και η αξιολόγηση του έργου των κοινωνικών επιστημόνων, των διερμηνέων/διαμεσολαβητών και των σχέσεών τους με τους φορείς φιλοξενίας και υποστήριξης δε συνιστά ένα αυτονόητα ενοποιημένο πεδίο παρέμβασης και κατ’ επέκταση εποπτείας αλλά ακριβώς ένα πεδίο που έχει ανάγκη τέτοιων διαδικασιών. Η σχετική δράση που ανέλαβε το Κ.Ε.Θ.Ι. μπορεί να θεωρηθεί, ακριβώς, η συστηματική προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα τέτοιο συνεκτικό πλαίσιο, ενώ μέρος αυτού του έργου αναμφίβολα είναι και η διαρκής προσπάθεια για την επιστημονική του τεκμηρίωση.  Ωστόσο, από την αρχή της διαδικασίας κατέστη σαφές ότι με παράλληλο τρόπο ο σεβασμός στα όρια και την επιστημονική αυτοτέλεια των πρακτικών και αναφορών των φορέων και επαγγελματιών, και η εποικοδομητική προώθηση ενός κοινού πλαισίου κατανόησης, θα είναι εξίσου κρίσιμα για την παροχή ψυχό-συμβουλευτικών, νομικών, κοινωνικών και συμβουλευτικών-επαγγελματικών ενταξιακών υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό, η συμβολή της εποπτείας μπορεί να έχει κυρίως χαρακτήρα προοδευτικής επισήμανσης και επικέντρωσης ορισμένων θεμελιακών θεωρητικών και επιστημονικών παραδοχών στην προοπτική διευκόλυνσης του διαλόγου, και όχι χαρακτήρα άμεσης πρότασης θεωρητικού πλαισίου προς εφαρμογή. Τούτο γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό λόγω και του ιδιαίτερου και πολυσχιδούς χαρακτήρα του Έργου της “Παροχής Υπηρεσιών σε Γυναίκες Πρόσφυγες Θύματα Ή Εν Δυνάμει Θύματα Βίας και τα Παιδιά τους, καθώς και σε Γυναίκες Πρόσφυγες Αρχηγούς Μονογονεϊκών Οικογενειών”.

 

Προχωρώντας, λοιπόν, από την ομάδα-στόχο στην πρακτική της εποπτείας ορισμένες από τις παραδοχές αυτές είναι:

  • οι γυναίκες θύματα βίας ή εν δυνάμει θύματα βίας είναι μέρος ενός διακριτού όσο και παγκόσμιου φαινόμενου με τρομακτικές διαστάσεις, της βίας που βασίζεται στο φύλο (World Health Organisation et al, 2013 · Simister, 2012).
  • οι γυναίκες πρόσφυγες θύματα έμφυλης βίας διατρέχουν έτι αυξημένους κινδύνους και βρίσκονται σε καθεστώς ιδιαίτερα αυξημένης επισφάλειας κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης προσφυγικής πορείας (Gerard & Pickering, 2014 · Freedman, 2016)
  • οι γυναίκες έμφυλης βίας βρίσκονται σε καθεστώς που θα πρέπει να εξετάζεται στη διατομή (intersection) (Treloar, 2014 · Sokoloff, & Dupont, 2005) διαφόρων διαστάσεων επικινδυνότητας, ευαλωτότητας και θυματοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι η προστασία τους θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα και το αλληλένδετο των δυσκολιών, ενώ οι μερικές και αναγωγικές προσεγγίσεις μπορεί να συσκοτίζουν την κατάστασή τους και να οδηγούν σε αδιέξοδα.
  • Το φαινόμενο της έμφυλης βίας κατά γυναικών μεταναστριών/προσφύγων και η απόκριση των γυναικών σε αυτό διαμορφώνεται από πλήθος παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων πολιτισμικών παραγόντων, όπως η γλώσσα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η σύνθεση των κοινωνικών δικτύων, ο βαθμός πολιτισμικής προσαρμογής κ.α. (Bhuyan & Senturia, 2005 · Raj & Silverman, 2002). Οπωσδήποτε η συγκέντρωση και ανταλλαγή γνώσης για την σημασία τους στη νέα συνθήκη με τις μαζικές ροές προσφύγων και τη μαζική τους διαβίωση σε δομές φιλοξενίας είναι κρίσιμος παράγοντας για την προαγωγή των σκοπών του έργου.
  • Κεντρικής σημασίας για το έργο της διαπολιτισμικής μεσολάβησης είναι ακριβώς η αποφυγή της “εθνικοποίησης και πολιτισμικοποίησης” (“ethnicisation and culturalisation”) των φαινομένων, της αποκλειστικής δηλαδή εξήγησης της διαφοράς με όρους πολιτισμού και εθνοτικής καταγωγής (Jensen, 2011). Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο τρόπος με τον οποίο ακόμα και η έννοια της πολιτισμικής διαφοράς υπό συνθήκες μπορεί να στέκεται εμπόδιο στην ενδυνάμωση των γυναικών αντί να την διευκολύνει (Burman, Smailes, & Chantler, 2004).
  • Απαρέγκλιτη είναι η άποψη ότι αυτή η αναγνώριση της ενεργού υποκειμενικότητας και ισοτιμίας της κάθε γυναίκας στη διαχείριση του τραύματος (Burstow, 2003) και τη χάραξη ενός μέλλοντος, ως μέρους ενός ρεπερτορίου στρατηγικών τις οποίες αναφαίρετα έχει.
  • Η διαπολιτισμική μεσολάβηση δε μπορεί να ιδωθεί ως ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ δύο σημείων, αλλά ως πρακτική ανάπτυξης κοινά κατανοητής ευαισθησίας στους πόλους (διαμεσολαβητές–ομάδα στόχος-φορείς) για τη δυσκολία των γυναικών που επιβιώνουν της κακοποίησης.

Ο τρόπος ενσωμάτωσης των παραπάνω παραδοχών στις λειτουργίες και την “κουλτούρα” των δομών και υπηρεσιών συνιστά έργο – και – του Επόπτη.  Ομοίως, και η ίδια η εποπτεία, μόνο μερικώς μπορεί να αντλήσει από άλλα συγκείμενα και υποδείγματα, αλλά οφείλει, παράλληλα με την πρακτική αποτελεσματικότητά της, να αναπτύσσει και να τεκμηριώνει τις πρακτικές σε άμεση επικοινωνία με την ιδιομορφία και την εμπειρία του πεδίου (σε ζητήματα όπως πολιτισμικό-θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, στρατηγικές διαβίωσης στα camps, το νομικό-πολιτικό πλαίσιο της διαχείρισης, η πρακτική ως τρόπος κατανόησης της επικοινωνίας κ.λπ.) τα οποία όλα επιδρούν λ.χ. στους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες θα αναζητήσουν – ή όχι – βοήθεια, στις πρακτικές συμβίωσης, διαβίωσης, ένταξης, κάλυψης και αλληλοσεβασμού των αναγκών όλων των πλευρών με τις οποίες εμπλέκονται, και ουσιαστικά καλωσορίσματος σε έναν νέο τρόπο ζωής που ο σεβασμός στον Άλλο και το έμφυλο νόημα τού δεν είναι μεν υπό διαπραγμάτευση αλλά είναι υπό διαρκή υπό-επαναξιολόγηση και εξέλιξη).

Ωστόσο, εδώ μπορεί να γίνει η συναφής παρατήρηση ότι δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί ένας σαφής τρόπος δράσης ώστε η γνώση και η πληροφορία που έχουν ή/και συλλέγουν οι πλευρές να συντονίζεται με ευχέρεια στο πεδίο όπως και να είναι διαθέσιμη πέρα από την εκάστοτε συγκυρία της περίπτωσης.  Αυτό φαίνεται να αφήνει ενίοτε χώρο για ευκαιριακές κινήσεις στο πεδίο οι οποίες δε συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην εικόνα μιας άρτιας και καλά συντονισμένης προσέγγισης και τελικά στην διασφάλιση της εμπιστοσύνης από πλευράς του θύματος ή στην έκφραση αιτημάτων από άλλες γυναίκες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σταδιακά μαθαίνουμε τι να μην κάνουμε, αλλά δεν έχουμε ακόμα ένα ολοκληρωμένο θετικό παράδειγμα για να μεγιστοποιήσουμε το αποτέλεσμα.  Τούτο δε θα πρέπει να αποθαρρύνει, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις η αναζήτηση ενός θετικού υποδείγματος είναι από τα ζητούμενα κάθε οργανωσιακής οντότητας το οποίο δεν είναι εύκολο, όχι όμως και αδύνατο – προφανώς – να επιτευχθεί (Cooperrider,  Peter, Whitney & Yaeger, 2000).  .

 

Επιπρόσθετα: το να υπάρξει, πέρα από την άμεση εποπτεία στο πεδίο, περαιτέρω και διαρκής επιμόρφωση σε λειτουργούς υγείας, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, νομικής υποστήριξης κ.λπ. που προέρχονται από και ασχολούνται με το χώρο της προστασίας και φροντίδας γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι μια ανάγκη ώστε:

 

α) να υπάρχει ομαλότερος και πιο αβίαστος συντονισμός μεταξύ των πλευρών που συνεργάζονται στο πεδίο

β) να σκιαγραφηθεί σταδιακά ένας τρόπος λειτουργίας κατάλληλα προσαρμοσμένος στην ειδική περίπτωση γυναικών που ενδιαφέρουν

γ) να ενταχθεί σε αυτήν, η γνώση που ήδη συλλέγεται από το πεδίο π.χ. α) από τους μεσολαβητές, διερμηνείς – στις περιπτώσεις των προσφύγων- β) από τους επαγγελματίες προστασίας και φροντίδας – νοσηλευτικό προσωπικό, θεσμικούς Φορείς γ) από τους κοινωνικούς επιστήμονες που εργάζονται στο πεδίο -κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους κ.α.

 

Με άλλα λόγια, η Εποπτεία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα δομημένο, ασφαλή όσο και παραγωγικό – δημιουργικό προθάλαμο εντοπισμού, οριοθέτησης, αξιολόγησης, και αναστοχασμού περί των αιτημάτων, με χαρακτήρα οριζόντιου επιμορφωτικού φόρουμ διαλόγου, με συναντήσεις μιας ορισμένης συχνότητας και όπου χρειάζεται προσκεκλημένους ειδικούς, οι οποίοι να συμβάλουν τη γνώση τους και να έρχονται σε διάλογο με εργαζόμενους, αλλά και ωφελούμενους δομών και υπηρεσιών – δεδομένου ότι τα ζητήματα που ενδιαφέρουν δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο μιας πλήρους, άρτιας, οργανωμένης και ολοκληρωμένης παρέμβασης στο πλαίσιο μιας σειράς εποπτειών και θεματικών επιμόρφωσής αποκλειστικά επικεντρωμένα στην “αυθεντία” του/της Επόπτη/Επόπτριας.  Οι ανάγκες θα πρέπει να καλύπτονται και όχι να “(συγ-)καλύπτονται”, και τούτο απαιτεί Εποπτεία με αυτοπεποίθηση και δυναμικότητα, η οποία να μπορεί με παρρησία να αναλαμβάνει την ίδια της την ευαλωτότητα και μερικότητα, όταν χρειάζεται, και να αναζητεί τους πόρους που θα δώσουν διέξοδο στις δομές και ομάδες. 

 

1.3 Κοινοί Στόχοι και Αρχές για τις Εποπτευόμενες Ομάδες

Στην παρούσα ενότητα, λόγος γίνεται για τις ομάδες όπου δραστηριοποιούνται οι λειτουργοί προστασίας και φροντίδας των γυναικών-θυμάτων ενδο-οικογενειακής βίας από όπου και αν προέρχονται (γηγενή πληθυσμό, μετανάστες,  πρόσφυγές κτλ).  Αρχικά λοιπόν, είναι μείζονος σημασίας η ανατροφοδότηση από το πεδίο της παρέμβασης για την κατάλληλη διαχείριση των περιπτώσεων, και κατ΄ επέκταση για την κατάλληλα προσαρμοσμένη εποπτική “πρακτική” ώστε να αντανακλά την δυναμικότητα της διαδικασίας.  Το κύριο ζήτημα εδώ είναι να αποφευχθεί ένας εργαλειακός  τεχνοκρατικός προσανατολισμός ο οποίος θα βλέπει στατικές δομές αλλά όχι τη δόμηση τους από πραγματικούς επαγγελματίες και ομάδες, θα βλέπει ρόλους αλλά όχι συλλογικές πρακτικές.  Μπορεί να θεωρηθεί ότι η εμπειρία του ΚΕ.Θ.Ι. εγγυάται τούτο:  ότι είναι εφικτή η αναδύση μέσα από το έργο του και περιγραφή, ταυτοποίηση και εφαρμοργή πρακτικών, και “καλών πρακτικών”, τόσο απαραίτητων και αναγκαίων δεδομένου του σχετικώς αχαρτογράφητου του έργου.  Ο δυναμισμός του πεδίου θα πρέπει να συστηματοποιηθεί και να καταξιωθεί.   Οι υπηρεσίες αυτές σε βασικά τους ποιοτικά τους χαρακτηριστικά είναι ίδιες με τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι Δομές σε κάθε γυναίκα θύμα βίας και αφορούν από τον τρόπο εντοπισμού και παραπομπής μέχρι και τις διαδικασίες φιλοξενίας γυναικών προσφύγων και των παιδιών τους σε Ξενώνες Φιλοξενίας του Δικτύου της Γ.Γ.Ι.Φ.

Ωστόσο, στο πλαίσιο των παραπάνω το ΚΕΘΙ μεταξύ άλλων, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας, έχει αναλάβει την δημιουργία, την εκπαίδευση και τον συντονισμό ομάδας διερμηνέων – διαπολιτισμικών μεσολαβητών, γεγονός που είναι τόσο νέο (ως πρακτική, ως συνθήκη και ως περιεχόμενο εργασίας) για τους εργαζόμενους στις Δομές όσο και και για τους/τις Κλινικούς/ές Επόπτες/Επόπτριες που καλούνται να διαχειριστούν ένα νέο εργασιακό πλαίσιο (με εμβληματικότερη την προσφορά υπηρεσιών παρουσία τρίτου προσώπου), το οποίο έρχεται, ως μεταβολή/νέα συνθήκη, να προστεθεί στο ήδη επιβαρυμένο τα τελευταία χρόνια εργασιακό καθεστώς της επισφάλειας (μη σταθερές θέσεις εργασίας, εργαζόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών κ.α.) – το οποίο δεν διαμορφώνει/εται από νεοφανείς συνθήκες εργασίας και μόνον, αλλά έχει ως αποτέλεσμα να διακυβεύεται πλέον όχι μόνο ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού/επιστήμονα αλλά και το περιεχόμενο της εργασίας του (Δέδες, Τσίρτογλου, 2010).

 

Από τη μέχρι τώρα εμπειρία από το πεδίο παρέμβασης για τον εντοπισμό και την κατάλληλη διαχείριση των περιπτώσεων, προκύπτει ότι η γνώση που συνολικά είναι αναγκαία για την πρόσφορη απόκριση αφορά σχηματικά στα εξής πεδία:

  • γνώση σχετικά με την κατάλληλη ψυχοκοινωνική, ιατρική και νομική υποστήριξη των γυναικών θυμάτων ενδο-οικογενειακής βίας
  • γνώση σχετικά με τις υπάρχουσες επιλογές πλαισίων φροντίδας και υποστήριξης και οι δυσκολίες όταν Δομές οι/και Φορείς δεν ανταποκρίνονται στον ρόλο τους, αδυνατώντας να παράσχουν τις υπηρεσίες που θα έπρεπε.
  • γνώση σε σχέση με τις πολιτισμικές ή/και κοινωνικο-οικονομικές δεσμεύσεις των γυναικών θυμάτων απέναντι στην οικογένεια, της εργασία, το φύλο τους ή/και τη θρησκεία
  • γνώση σε σχέση με την εξοικείωση των γυναικών με διαδικασίες ψυχολογικής, κοινωνικής και νομικής υποστήριξης
  • γνώση των προτεραιοτήτων και σχεδίων ζωής τους
  • γνώση των τρεχουσών συνθηκών διαβίωσης τους
  • γνώση του τρόπου διαχείρισης περιπτώσεων που βρίσκονται σε κρίση ή υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση

Οι περιπτώσεις γυναικών που έχουμε να διαχειριστούμε βρίσκονται στη διατομή πολλών παραμέτρων ευαλωτότητας, και έχουν μια δική τους αντίληψη για τις επιλογές τους – ή την απουσία αυτών – προκειμένου να την υπερβούν. Κάθε περίπτωση μπορεί να γίνει κατανοητή και να υποστηριχθεί μια κατάσταση/περίπτωση μόνο αν γίνει διαθέσιμη ή συλλεχθεί γνώση σε όλους τους παραπάνω άξονες. Θα πρέπει εδώ για μια ακόμα φορά να σημειώσουμε ότι η κατάσταση που έχουμε να διαχειριστούμε είναι άκρως ιδιαίτερη: οι γυναίκες που μας ενδιαφέρουν δεν είναι μόνο γυναίκες θύματα κακοποίησης κουβαλώντας η κάθε μία την δική της μοναδική ιστορία ζωής, αλλά γυναίκες που βρίσκονται σε μια εξαιρετικά ρευστή κατάσταση συνολικά και σε μια πολύ δύσκολη καθημερινότητα.  Θα πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν, να μάθουν σε έναν τρόπο όπου η βία (κάθε μορφής), οι διακρίσεις, ο πόνος δεν θα υπάρχει στην ζωή τους αλλά κυρίως δεν θα χρειάζεται ούτε αυτές να επιλέγουν τέτοιες συμπεριφορές μεταξύ τους γεγονός που παρατηρείται και κλινικά σε καταστάσεις “ταύτισης με τον επιτιθέμενο” αποτελώντας αντικείμενο διαφόρων μελετών τα τελευταία χρόνια.

Αυτό σε ένα βαθμό περιορίζει και τις διαθέσιμες διεθνώς γνώσεις από ομόλογες εμπειρίες και καταστάσεις που μπορούμε άμεσα να συμβουλευτούμε, και τις έτοιμες πρακτικές που μπορούμε να αξιοποιούμε με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφύγουμε μοντέλα λειτουργίας και παρέμβασης γεμάτα όρους, προϋποθέσεις, κανόνες τόσο αυστηρούς ώστε να αποτελούν επιπλέον εμπόδιο.  Μοντέλα, με άλλα λόγια, τα οποία πολλές φορές εξασφαλίζουν την προστασία από την σωματική βία αλλά αδυνατούν να αποφορτίσουν την ψυχολογική πίεση – δίνοντας στην τελευταία ένα πιο υποφερτό παρανομαστή και μόνον.

Η επάρκεια και εμπειρία των ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, ιατρών, νοσηλευτών και νομικών για την υποστήριξη των γυναικών θυμάτων κακοποίησης είναι σαφής.  Όπως και η χρησιμότητα της πολιτισμικής διαμεσολάβησης και διερμηνείας για τη επικοινωνία, τη διάθεση και συλλογή γνώσης και πληροφορίας στις περιπτώσεις των μεταναστών και των προσφύγων.  Άρα το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο τις διαδικασίας σε κάθε στάδιο, είτε πρόκειται για τις υπηρεσίες στα Σ.Κ. είτε για τις υπηρεσίες στους Ξενώνες Φιλοξενίας, είτε για τις διαδικασίες συνεργασίας των Εργαζομένων μεταξύ τους, είτε για τις συνεργασίες με άλλες Δομές και Θεσμούς είτε και για την Κλινική Εποπτεία, αποτελεί η καλύτερη δυνατή συλλογή και διάθεση γνώσεων και πληροφοριών.

 

Το να υπάρξει, πέρα από την άμεση καθημερινή συνεργασία στο πεδίο, περαιτέρω και διαρκής Κλινική Εποπτεία, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας εμπιστοσύνης, προστασίας του απορρήτου και σεβασμού του Κώδικα Δεοντολογίας, στους λειτουργούς υγείας, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, νομικής υποστήριξης κ.λπ. που προέρχονται από και ασχολούνται με το χώρο της προστασίας και φροντίδας γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι μια ανάγκη ώστε:

α) να υπάρχει ομαλότερος και πιο αβίαστος συντονισμός μεταξύ των πλευρών που συνεργάζονται στο πεδίο

β) να σκιαγραφηθεί σταδιακά ένας τρόπος λειτουργίας κατάλληλα προσαρμοσμένος στην ειδική περίπτωση γυναικών που μας ενδιαφέρουν

γ) να ενταχθεί σε αυτήν την διαδικασία η γνώση που ήδη συλλέγεται από το πεδίο από τους/τις Ψυχολόγους, τους/τις Κοινωνικούς Λειτουργούς, τους/τις Νοσηλευτές/τριες, τους/τις παρόχους Νομικών Υπηρεσιών, τους/τις Διερμηνείς και γενικά κάθε επαγγελματία προστασίας και φροντίδας στις Δομές του Δικτύου.

Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο η Κλινική Εποπτεία να πάρει αρχικά τουλάχιστον μια μορφή τέτοια που να επιτρέπει την επικοινωνία εντός και μεταξύ των Δομών αλλά και μεταξύ των Εποπτών/Εποπτριών, ώστε να προσδιοριστούν – ιεραρχηθούν ορισμένες από τις πιο επείγουσες θεματικές που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Δομών και που μόνον σε ένα βαθμό μπορούν να προεξοφληθούν, αλλά πάντως θα περιλαμβάνουν:

α) σχέσεις με συναδέλφους

β) αντικειμενικούς τρόπους αξιολόγησης

γ) κλινική καθοδήγηση σε δύσκολες περιπτώσεις

δ) διαχείριση κρίσεων

ε) δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, σεβασμού, ειλικρίνειας, διαφύλαξης απορρήτου, υπευθυνότητας από τις εμπλεκόμενες πλευρές

στ) σύγκλιση διαφορετικών μεθοδολογικών πρακτικών και “αισθητικού κριτηρίου”

η) κατανόηση σε βάθος και σεβασμός των πολιτισμικών συγκείμενων των χωρών καταγωγής γυναικών προσφύγων

θ) τρόπους διαχείρισης μιας επισφαλούς συμβίωσης από όλες τις πλευρές (εργαζομένους/νες, ωφελούμενες, επιστημονικό προσωπικό, διαφορετικά πολιτισμικά, κοινωνικά πολιτικά πλαίσια, διαφορετικές νοηματοδοτήσεις σε αξίες, αρχές, έννοιες όπως οικογένεια, ρόλοι, βία, κακοποίηση, δικαιώματα κ.α.)

 

Σε παρόμοιο πνεύμα, και σε στενή συνάφεια με τη φιλοσοφία, την κοινωνική στόχευση και τη φυσιογνωμία των στόχων που αναπτύχθηκαν παραπάνω, η Κλινική Εποπτεία θα πρέπει να εμφορείται από αρχές δημοκρατικότητας, ισοτιμίας, συμμετοχικότητας και ανοιχτού πνεύματος, μακριά από έναν στενά εννοούμενο επιστημονισμό ο οποίος θα αντέβαινε και θα υπέσκαπτε ακριβώς τον κοινωνικό και επιστημονικό χαρακτήρα του Κ.Ε.Θ.Ι. και των σχετιζόμενων Δόμων και Έργων που αναλαμβάνει να υποστηρίξει ή να πραγματοποιήσει.

 

1.4 Ζητήματα σε Ατομικό, Ομαδικό και Οργανωσιακό Επίπεδο

 

Οι ενότητες που ακολουθούν συγκροτούν μια ενιαία μεθοδολογική πρόταση η οποία όμως επιμερίζεται και προσαρμόζεται σε διαφορετικές ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά η κάθε ομάδα τα οποία μεταβάλλουν και τη στόχευση της Εποπτείας. Οι ομάδες αυτές είναι:

  • η ομάδα όλου του προσωπικού, επιστημονικού και μη, της κάθε Δομής (1 ωραία συνεδρία Κλινικής Εποπτείας ανά μήνα ανά δομή)
  • η ομάδα του επιστημονικού προσωπικού της κάθε Δομής (1 δίωρη συνεδρία Κλινικής Εποπτείας ανά μήνα ανά δομή).

Στο σημείο αυτό προκύπτουν κάποια ζητήματα που είναι αλληλοσυνδεόμενα:

Ένα ζήτημα είναι πως η διαφοροποίηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες θα αποφύγει και θα επεξεργαστεί ενδεχόμενα στοιχεία άμυνας που μπορεί να προκύψουν από την ίδια την διάκριση, και ένα δεύτερο ζήτημα αφορά την επίτευξη της έκφρασης, της εκτόνωσης της κάθαρσης των συναισθημάτων και της διαδικασίας αλλαγής που χρειάζεται απαρτίωση και στοχασμό. Εδώ η επιλογή αφορά τον εστιασμό στις ενδοπροσωπικές σχέσεις ή στις διαπροσωπικές και στον τύπο της κυρίαρχης επικοινωνίας αν θα είναι εστιασμένη σε λεκτικές ή μη λεκτικές διαδικασίες.

Σχετικά με συγκεκριμένες και διαφοροποιημένες μεθοδολογίες για τους 2 τύπους ομάδων αναφέρονται στις επόμενες ενότητες. Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι ορισμένοι στόχοι της ομαδικής Εποπτείας είναι κοινοί (American Psychological Association, 2014), όπως και ορισμένες μεθοδολογικές αρχές (British Psychology Society, Division of Clinical Psychology, 2014), και συγκεκριμένα:

  • Η Εποπτεία των ομάδων συνεπάγεται τη χρήση της ομάδας ώστε να επιτραπεί στα μέλη να αναστοχαζόταν για το έργο τους, ανεξαρτήτως της σύνθεσης της ομάδας.
  • Συγκεντρώνοντας δεξιότητες, εμπειρία και γνώση, ο στόχος της ομάδας είναι να βελτιώσει τις ικανότητες και την ικανότητα και των ατόμων και της ομάδας.
  • Επιμέρους στόχοι της Εποπτείας είναι η διερεύνηση των προβλημάτων, ο σχεδιασμός και ο καθορισμός προτεραιοτήτων. Η εποπτευόμενη ομάδα διευκολύνεται στη λήψη της κατάλληλης/ καλύτερης απόφασης.
  • Μέσα από την εποπτευόμενη ομάδα ενδυναμώνεται το ατομικό μέλος και δημιουργούνται συνθήκες για προσωπική ανάπτυξη.
  • Μέσα από τις ατομικές συμβολές και την αναγνώρισή τους ενδυναμώνεται η ομάδα. Η διεύρυνση της συνοχής της ομάδας είναι ζητούμενο.
  • Η εποπτευόμενη ομάδα επιτρέπει στα μέλη της να μαθαίνουν από τους άλλους.
  • Η Εποπτεία προάγει την εργασιακή ευημερία και αποτρέπει την επαγγελματική εξουθένωση.
  • Η Εποπτεία διευκολύνει την προσήλωση στην επαγγελματική δεοντολογία, την ανάληψη ευθύνης και την τήρηση των επαγγελματικών ορίων.
  • Η σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ομαδική Εποπτεία και άλλες ομαδικές διεργασίες είναι ότι επικεντρώνεται πάντα στην ανάπτυξη των ατόμων αλλά με τελική ειδική εστίαση την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων από πλευράς της Δομής.

 

Επιπλέον, η Κλινική Εποπτεία ανεξάρτητα από τον τύπο της ομάδας καλείται να θίξει ζητήματα σε επίπεδο ατομικό, ομαδικό αλλά και οργανωτικό σε μικρότερο βαθμό ώστε να βελτιωθούν και να εμπλουτιστούν οι πρακτικές και οι γνώσεις του εποπτευόμενου και να είναι σε θέση να ωφελήσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του τις γυναίκες εκείνες, που αναζητούν υποστήριξη:

 

Σε ατομικό επίπεδο, πρέπει να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως:

  • Πώς αισθάνεται το κάθε μέλος της ομάδας;
  • Πώς αξιολογεί τη θέση του μέσα στην ομάδα;
  • Πόσο σημαντικό βλέπει το ρόλο και τη συμβολή του στον κοινό στόχο;
  • Ποια είναι η σχέση του με άλλα μέλη της ομάδας και αντίστροφα;

Σε επίπεδο ομάδας ο αναστοχασμός αφορά στον τρόπο με τον οποίο συνεργάζεται η ομάδα στην επίτευξη των καθορισμένων στόχων. Ερωτήματα που προκύπτουν είναι:

  • Ποιες είναι οι βασικές κατευθύνσεις της εργασίας;
  • Ποιες ομαδικές δυναμικές και διεργασίες λαμβάνουν χώρα στην ομάδα;
  • Πώς αισθάνονται τα μέλη ως προς τη συνοχή της ομάδας;
  • Ποια τα εμπόδια ή αδιέξοδα σε επίπεδο συνεργασίας στην ομάδα; Τι πρέπει να γίνει για να ξεπεραστεί μια τέτοια κατάσταση;

Υπάρχουν επίσης οργανωτικά και προβλήματα πλαισίου που συνήθως απαιτούν προσέγγιση, μολονότι σε επίπεδο Κλινικής Εποπτείας αυτό μπορεί να έχει περισσότερο διερευνητικό χαρακτήρα και εξαρτάται από το πλαίσιο. Το επίπεδο της ομάδας μπορεί να εκτιμηθεί εάν η ομάδα είναι σε θέση να αποκριθεί σε ερωτήσεις όπως:

  • Πόσο σαφώς καθορίζονται τα καθήκοντα και οι στόχοι της;
  • Είναι σύμφωνα με τη φιλοσοφία της δομής;
  • Αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των εξυπηρετουμένων;
  • Έχουν αποσαφηνιστεί τα καθήκοντα, ή πρέπει να διορθωθούν ή να επανεξεταστούν;

 

Θεωρώ ότι καταρτίζοντας και εφαρμόζοντας ένα σχετικό μεθοδολογικό πρόγραμμα, αυτό θα επιτρέψει στην Κλινική Εποπτεία να αναδείξει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και συγκεκριμένα:

  • Την προαγωγή μιας μεγάλης ποικιλίας ερεθισμάτων και προοπτικών για τα περιστατικά και καθήκοντα κάθε εποπτευόμενου.
  • Δίδεται η ευκαιρία οι εποπτευόμενοι/ες να μάθουν από τους τρόπους με τους οποίους οι συνάδελφοι διαχειρίζονται το δικό τους έργο.
  • Οι εποπτευόμενοι/ες έχουν την ευκαιρία να ακούσουν και να μαθαίνουν από τη δουλειά των συναδέλφων τους με πολύ διαφορετικές περιπτώσεις εξυπηρετούμενων και τις σχετικές προκλήσεις.
  • Η ποικιλία απόψεων μπορεί να λειτουργήσει ως διόρθωση ενάντια στις μεροληψίες ή τα τυφλά σημεία της Εποπτείας.

 

Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση προτίθεμαι να δώσω στο μοίρασμα στο πλαίσιο της ομάδας ως βάσης εργασίας και συνεργασίας, καθώς το μοίρασμα:

  • μπορεί να εφοδιάσει τους/τις εποπτευόμενους/ες με μια αυξημένη αίσθηση υποστήριξης καθώς συνειδητοποιούν ότι και άλλοι έχουν ανησυχίες παρόμοιες με τις δικές τους.
  • επιτρέπει στους/τις εποπτευόμενους/ες να βρουν νέους και καλύτερους τρόπους αντιμετώπισης των προκλήσεων, να ενσωματώσουν νέες δεξιότητες να εξελιχθούν επαγγελματικά.
  • μπορεί να επιτρέψει στους/τις εποπτευόμενους/ες να διερευνήσουν διαφορετικές ιδέες για το πώς θα λύσουν τα προβλήματα με την ανατροφοδότηση από άλλους σχετικά με θέματα ή ανησυχίες.
  • μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον όπου τα άτομα να μπορούν να συζητήσουν χωρίς περιορισμούς, ορισμένοι/ες μπορεί να διαπιστώσουν ότι νιώθουν πιο άνετα να ανοιχτούν σε μια ομαδική συνθήκη σε σύγκριση με μια συνθήκη ένας προς ένας.

 

1.5 O ρόλος της Κλινικής Εποπτείας και η Σχέση με τους/τις Εποπτευόμενους/ες

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να δοθεί στον τρόπο που η μεθοδολογία νοηματοδοτεί τη σχέση με τις εποπτευόμενες ομάδες και τους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί να θεμελιώσει μια παραγωγική αλλά και ηθική σχέση μαζί τους. Η Κλινική Εποπτεία

  • εξετάζει την κλινική κατάρτιση και την επάρκεια της για το έργο με πνεύμα ανοιχτό και συνολικό έναντι των εποπτευομένων συναδέλφων.
  • ξεκαθαρίζει από τη αρχή τους στόχους και τις προσδοκίες, συμπεριλαμβανομένων της απόκτησης επάρκειας των προτύπων συμπεριφοράς που σχετίζονται με τις αρχές του σεβασμού τόσο της ατομικότητας όσο και της διαφορετικότητας, των κανόνων / ορίων και της γενικής πρακτικής προκειμένου το πλαίσιο της συνεργασίας να είναι σαφές σε όλους.
  • προσδιορίζεται ότι μέσα από το πνεύμα συνεργασίας μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι και οι δείκτες επιτυχίας της εποπτευόμενης ομάδας.
  • στόχος μιας καλής εποπτείας είναι η ανάπτυξη πρακτικών εποπτικού συμβολαίου και ενήμερης συγκατάθεσης με την ομάδα.
  • εξίσου σημαντική είναι η προαγωγή διαύλων επικοινωνίας, η διαθεσιμότητα του επόπτη στα μέλη της ομάδας και στην ομάδα συνολικά προκειμένου να ενδυναμωθεί η ποιότητα της ομαδικής εργασίας.
  • δημιουργία διαδικασιών αξιολόγησης και ανάπτυξης της μετά-επάρκειας [metacompetence] (δηλ. της αυτογνωσίας της ομάδας περί των ικανοτήτων της) από την έναρξη της εποπτείας και καθ ‘όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να προαχθεί η αυτονομία της.

Σε επίπεδο ειδικά σχέσεων θεωρείτε κεντρικής σημασίας η σύναψη συμμαχίας στο πλαίσιο της εποπτείας η οποία θα διασφαλίζει:

  • την σαφήνεια και την διαφάνεια,
  • την δράση με προβλέψιμο τρόπο και την απουσία “εκπλήξεων”.
  • την συνεχή παροχή εποικοδομητικής κριτικής αλλά και το καλωσόρισμα αυτής από όλες τις πλευρές ως τρόπο βελτίωσης της αυτογνωσίας και αντιμετώπισης οποιαδήποτε μορφής βίας, προκατάληψης, διάκρισης, λόγω πολιτισμικού, κοινωνικού, ταξικού ή άλλου περιορισμού,
  • την προσωπική και επαγγελματική διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών περίθαλψης για τους χρήστες των υπηρεσιών,
  • την ενδυνάμωση του ρόλου των συμβούλων και των λοιπών ειδικοτήτων, ώστε να υπάρχει σταδιακή καλυτέρευση στη παροχή υποστήριξης στις γυναίκες χρήστες των Δομών, αλλά και τα ανήλικα τέκνα αυτών,

 

2. Επιμέρους Μεθοδολογικές Προκλήσεις Λόγω των Χαρακτηριστικών της Εποπτευόμενης Ομάδας Παροχής Υπηρεσιών σε Σ.Κ. ή/και Ξενώνες Φιλοξενίας Κακοποιημένων Γυναικών

Οι γενικές μεθοδολογικές αρχές που διέπουν τις παρακάτω προτάσεις οφείλουν εδώ να συμπληρωθούν, εφόσον ο κάθε τύπος ομάδας παρουσιάζει διαφορετικές διαστάσεις ποικιλομορφίας αλλά και έργου, το οποίο συνεπάγεται και διαφορετικές ανάγκες – προκλήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει η Κλινική Εποπτεία. Αυτές οι ανάγκες είναι:

  • η διασφάλιση αισθήματος ισοτιμίας ανάμεσα σε εργαζομένους με διαφορετικό εκπαιδευτικό επίπεδο, διαφορετικές απολαβές και διαφορετικά επίπεδα εργασιακής ασφάλειας ή επισφάλειας. Στόχος είναι ο κάθε εργαζόμενος, ανεξαρτήτου ειδικότητας να ενδυναμωθεί στο ρόλο του, αναπτύσσοντας συνθήκες για καλή συνεργασία, δημιουργώντας ένα καλύτερο πλαίσιο μειωμένης επισφάλειας.
  • Η διασφάλιση του αισθήματος αποδοχής/ισονομίας και επικέντρωσης σε περιοχές αμφιβολιών και διλημμάτων, σε σχέση με την προσέγγιση, τους στόχους και τη συνολική υποστήριξη προς τις γυναίκες χρήστες των Δομών και μέσα από ενθάρρυνση και αναστοχασμό.
  • Η διασφάλιση αισθήματος πλουραλισμού ανάμεσα σε εργαζομένους με διαφορετικούς προσανατολισμούς και προσεγγίσεις, οι οποίες απαιτείται να τύχουν προσεκτικής και θετικής διαχείρισης, με στόχο την καλύτερη δυνατή λειτουργία της ομάδας των ειδικοτήτων και την ανάπτυξη της συνεργατικότητας.

Εξυπακούεται ότι οι διαφορετικές αυτές ανάγκες είναι περισσότερο σχετικές και αφορούν με μεγαλύτερη βαρύτητα σε διαφορετικούς τύπους ομάδων (σχηματικά: η ανάγκη Ι αφορά περισσότερο τον τύπο ομάδας 1 με σύνθεση όλων των εργαζομένων μιας δομής, ενώ η πρόκληση ΙΙΙ τον τύπο ομάδας επιστημονικού προσωπικού). Ωστόσο, όλες οι ανάγκες – προκλήσεις αφορούν εν τέλει και στους 2 τύπους ομάδων.

 

2.1 Μεθοδολογικές Προτάσεις για τον Τρόπο Διαχείρισης των Ομάδων Προσωπικού της Κάθε Δομής

Το ζητούμενο για τη συγκεκριμένη ομάδα είναι η Κλινική Εποπτεία να αποτελέσει μια ευρύχωρη όσο και αποτελεσματική πλατφόρμα προκειμένου να συζητηθούν κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την ομάδα και έχουν βαρύτητα για την επιτυχία στο έργο της. Μια τέτοια πλατφόρμα θα πρέπει να λειτουργεί σε ένα επίπεδο προσβάσιμου “κοινού παρονομαστή” ώστε όλων οι έγνοιες, τα προβλήματα και οι γνώμες να εισακούγονται, παρά το διαφορετικό του υπόβαθρο. Η μεθοδολογική μου πρόταση έχει να κάνει με την εφαρμογή σε επίπεδο ομάδας μιας μεθοδολογίας που να συμπυκνώνει μέσα από ένα κλινικό-ψυχολογικό μάτι τεχνικές και δεξιότητες group / team work (Jones & George, 1998, Burke & Dalrympl, 2000). Οι συγκεκριμένες μεθοδολογίες επελέγησαν κύριο στόχο την ικανοποίηση κριτηρίων:

  • ισοτιμίας και αμοιβαιότητας,
  • ενδυνάμωσης των επαγγελματικών δεξιοτήτων και συμπεριφορών με σκοπό την γνωριμία με την αγορά εργασίας, καταλληλότητας για την διερεύνηση πολύπλοκων ζητημάτων,
  • την γνωριμία με μεθόδους και τεχνικές, των οποίων η λύση μπορεί να απαιτεί ευελιξία στην κατανομή ρόλων,

Συγκεκριμένα με αυτές τις μεθοδολογίες:

  • δημιουργείται ένα ευρύ φάσμα πιθανών εναλλακτικών απόψεων ή λύσεων σε ένα πρόβλημα ή νέων στρατηγικών και παρεμβάσεων, δίνοντας στους/τις εποπτευόμενους/ες την ευκαιρία να εργαστούν σε ένα στόχο που μπορεί να φαίνεται υπερβολικά μεγάλος ή περίπλοκος για ένα άτομο
  • επιτρέπει σε μέλη της ομάδας με διαφορετικά υπόβαθρα να συνεισφέρουν τις ειδικές γνώσεις, την εμπειρία ή τις δεξιότητές τους σε ένα έργο.
  • δίνεται η ευκαιρία να διδάξουν και να συνεισφέρουν ο ένας στον άλλον, ακόμα και σε ζητήματα έμφυλων και ρατσιστικών προκαταλήψεων και με αυτό τον τρόπο να εξελιχθούν προσωπικά και επαγγελματικά.
  • να παρέχεται ένας δομημένος τρόπος αξιολόγησης και ανατροφοδότησης τόσο των νέων ιδεών και εναλλακτικών απόψεων όσο και του συνόλου της ομάδας συμπεριλαμβανομένου και του Επόπτη.

 

Χαρακτηριστικά του teamwork που αποτελούν σημαντικά συστατικά της προτεινόμενης Κλινικής Εποπτείας είναι τα παρακάτω:

  • Πρώτον, διαπιστώνεται και αναγνωρίζεται το υψηλό επίπεδο αλληλεξάρτησης μεταξύ των μελών της ομάδας, ένα χαρακτηριστικό που πηγάζει από την ανοικτή επικοινωνία και την αύξηση της εμπιστοσύνης και της ανάληψης πρωτοβουλιών από κοινού.
  • Μέσα από την αλληλεξάρτηση αναπτύσσεται η δυναμική της ομάδας, που είναι οι τρόποι με τους οποίους τα μέλη της ομάδας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Η υγιής δυναμική οδηγεί τα μέλη της ομάδας να είναι πιο ικανοποιημένα και συνεπώς να εργάζονται πιο αποτελεσματικά μαζί, ενώ η μη υγιής δυναμική οδηγεί σε σύγκρουση και κατά συνέπεια σε δυσαρεστημένα μέλη της ομάδας.
  • Λόγω αυτού, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της αποτελεσματικής ομαδικής εργασίας είναι η επίλυση συγκρούσεων, η οποία συνοδεύεται από ανοικτή επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας ώστε να ευδοκιμήσουν οι συνθήκες, για να μοιραστούν και να συζητήσουν επαγγελματικές εμπειρίες, προβληματισμοί, σκέψεις και επιθυμίες.
  • Προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματική ομαδική εργασία, μια ομάδα πρέπει να έχει σαφείς και εφικτούς στόχους, μέσω των οποίων τα μέλη της ομάδας μπορούν να αισθάνονται ολοκληρωμένα και έχοντα κίνητρο.
  • Τέλος, η κατανομή των ηγετικών θέσεων μεταξύ των μελών της ομάδας ενισχύει την ομαδική εργασία λόγω του αισθήματος της κοινής ευθύνης και της λογοδοσίας.
  • Ζητούμενο της διαδικασία της εποπτείας, είναι οι εποπτευόμενοι/ες να νιώσουν ενδυναμωμένοι/ες στο ρόλο τους ατομικά και εμπλουτισμένοι/ες σε σχέση με προοπτικές ή προσεγγίσεις, που δεν είχαν σκεφτεί νωρίτερα.

 

Ως εκ των παραπάνω η Κλινική Εποπτεία της συγκεκριμένης ομάδας καλείται να επεξεργαστεί τις διαστάσεις που σκιαγραφούνται παρακάτω.

 

2.1.1 Εποπτεία για τις Διαδικασίες Δράσης

 

Αυτές οι διαδικασίες πραγματοποιούνται όταν η ομάδα προσπαθεί να επιτύχει τους σκοπούς και τους στόχους της. Σε αυτό το στάδιο, τα μέλη της ομάδας ενημερώνονται αμοιβαία για την πρόοδo τους και τις ευθύνες τους. Η ανάδραση και η συνεργατική εργασία εξακολουθούν να υπάρχουν σε υψηλά επίπεδα καθ ‘όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.είναι οι εποπτευόμενοι/ες να νιώσουν ενδυναμωμένοι/ες ο καθένας στο ρόλο του και εμπλουτισμένοι σε σχέση με προοπτικές ή προσεγγίσεις, που δεν είχαν σκεφτεί νωρίτερα, ώστε η υποστήριξη προς τις γυναίκες, που υφίστανται βία και διακρίσεις, να είναι συντονισμένη και κατά το μέγιστο αποτελεσματική.

  • Ανατροφοδότηση της προόδου της ομάδας ως προς τους στόχους
  • Ανατροφοδότηση ως προς την λειτουργία επιμέρους συστημάτων

 

2.1.2 Εποπτεία για τις Διαπροσωπικές Διαδικασίες

 

Αυτές οι διαδικασίες εμφανίζονται μεταξύ των μελών της ομάδας και αφορούν σε μια διαδικασία στην οποία τα μέλη της ομάδας γνωστοποιούν σκέψεις ή / και συναισθήματα που αφορούν το πώς σχετίζεται ο τρόπος με τον οποίο εκτελείται μια εργασία. Θέματα που θίγονται αφορούν:

  • Τη διαχείριση συγκρούσεων
  • Συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφορών
  • Κίνητρα
  • Εμπιστοσύνη

 

Η απόδοση της ομαδικής εργασίας βελτιώνεται γενικά όταν μια ομάδα περνά μέσα από αυτές τις διαδικασίες, καθώς οι διαδικασίες αυτές βελτιώνουν το συντονισμό και την επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας και επομένως αυξάνουν την ομαδικότητα και τη συνεργασία.

 

Ένα ενδεικτικό περίγραμμα του πυρήνα μιας συνεδρίας εποπτείας μπορεί λοιπόν να καταρτιστεί ως εξής:

 

  • τα μέλη της ομάδας μοιράζονται ατομικά πλευρές της στάσης και διάθεσής τους πάνω στην εργασία τους στη Δομή
  • η ομάδα βάζει σαν προτεραιότητα και αποφασίζει να συζητήσει ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα
  • διερευνώνται οι διαστάσεις δράσης και οι διαπροσωπικές διαστάσεις
  • διατυπώνονται υποθέσεις σχετικά με τις πηγές των προβλημάτων
  • προτείνονται στρατηγικές και τρόποι δράσης

Σε όλες αυτές τις φάσεις ο ρόλος της Εποπτείας έγκειται στο να ακούει ενεργά, να διευκολύνει την ανάδυση αναγκών, επιθυμιών, φόβων και ενδιαφερόντων, επικεντρωμένος στα αιτήματα και τις ανάγκες των συμβούλων-ειδικοτήτων θα προτείνει δραστηριότητες ή θα απαντά σε ερωτήματα ή θα λέει τη γνώμη του, όταν του ζητηθεί. Από την πλευρά της Εποπτείας είναι σημαντικό να διατηρήσει τη γνησιότητά της προσωπικότητας του/της, να παρέχει ανατροφοδότηση με εποικοδομητικές συμβουλές και να επιχειρεί να μετατρέψει τη συλλογική διαδικασία σε παραγωγική, διαβλέποντας το βαθμό στον οποίο οι συμβουλές που παρέχει ικανοποιούν τις ιδιαίτερες ανάγκες του προσωπικού και των συμβούλων.

 

2.2. Μεθοδολογικές προτάσεις για την Ομάδα Επιστημονικού Προσωπικού

Οι ανάγκες της ομάδας επιστημονικού προσωπικού διαφέρουν από την ομάδα σύνολου του προσωπικού, από την άποψη ότι η Κλινική Εποπτεία καλείται να υποστηρίξει συγκεκριμένα την παροχή έργου σε άμεση συνάφεια με τις εξυπηρετούμενες. Ωστόσο, οι άξονες της Εποπτείας πάνω στις διαστάσεις της Δράσης και των Διαπροσωπικών σχέσεων διατηρούν τη δομική σημασία τους. Εκείνο που οπωσδήποτε αλλάζει είναι η εξειδίκευση των θεμάτων, η βασική κοινή κατανόηση και οι κοινές επαγγελματικές παραδοχές καθώς και πιθανότατα η εξοικείωση των συμμετεχόντων με διαδικασίες εποπτείας. Αντλώντας από διάφορα μοντέλα εποπτείας ή/και συμβουλευτικής/εκπαίδευσης ομάδων παρατηρούνται κάποια εκλεκτικά στοιχεία που είναι παρόντα σε όλες σχεδόν τις μεθοδολογίες/μοντέλα. Η ομαδική εποπτεία διαμορφώνεται με έναν ξεχωριστό τρόπο, μέσα από τις δυναμικές που αναπτύσσονται από τα μέλη της. Ωστόσο, σε ένα πρώτο επίπεδο, στόχος είναι η εξερεύνηση αυτών των δυναμικών και η συν-απόφαση βασικών κανόνων, η ανάδυση προσδοκιών/ανησυχιών και η εγκαθίδρυση ενός κλίματος εμπιστοσύνης. Σε επόμενο στάδιο, παράλληλα με την ενδυνάμωση της συνοχής της ομάδας, ακολουθεί η επικέντρωση στη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων, που φέρνουν προς εποπτεία οι εποπτευόμενοι και σχετίζονται με θέματα έμφυλης βίας και πολλαπλών διακρίσεων. Ακολουθεί αναστοχασμός επ’ αυτών και ο σχεδιασμός προσεκτικά των στόχων και του τρόπου υποστήριξης. Στα πλαίσια του αναστοχασμού τα μέλη της ομάδας, αφού μοιραστούν ελεύθερα σκέψεις, συναισθήματα, ανησυχίες κ.α., ενθαρρύνονται μέσα από ερωτήσεις και τεχνικές (παιχνίδι ρόλων, παρατήρηση, ελεύθερη γραφή κ.α) και μαθαίνουν να προσεγγίζουν πιο ολοκληρωμένα και σε περισσότερο βάθος την κάθε περίπτωση. Η εποπτική διαδικασία παρέχει την ευκαιρία για διευκόλυνση και βελτίωση της σχέσης των μελών της ομάδας και μέσα από την ανάλυση / διερεύνηση δύσκολων περιπτώσεων.

 

Ουσιαστικά, μέσα από μια σχέση συνεργασίας θα διευκολυνθεί τελικά η επικοινωνία. Αφ’ ενός η Εποπτεία καλείται να ακούει με γνησιότητα, αυθεντικότητα και αποδοχή τα λόγια των εποπτευόμενων στην ομάδα, δίνοντας έμφαση στην άρθρωση των αναγκών τους και αφ’ ετέρου προτείνει, συνιστά, δίνει ιδέες και συνοδεύει κάνοντας ερωτήσεις, αναλύοντας, ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας. Οι παρεμβάσεις αφορούν σε τρία στοιχεία: τις προτάσεις, τη συνοδεία στη λήψη αποφάσεων και τη διευκόλυνση. Σε κάθε περίπτωση προτάσεις, οι οποίες εισηγούνται, αν και συγκεκριμένες, σαφείς και ολοκληρωμένες, είναι περισσότερο συστάσεις, ανοιχτές σε τροποποιήσεις από την ομάδα, παρά επιβολή απόψεων ή εξαναγκασμός. \

Ορισμένα μεθοδολογικά μοντέλα εποπτείας με αυξημένη βαρύτητα για την συγκεκριμένη εποπτική πρόταση είναι τα εξής:

 

Μοντέλο Διάκρισης (Discrimination Model) (Goodyear, & Bernard, 1998, Bernard,  Goodyear, & Bernard, 1992)). – Η επίβλεψη είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες εκπαίδευσης της ομάδας αναγνωρίζοντας σε κάθε μέλος της τις ικανότητες παρέμβασης, τις δεξιότητές του και τους προσανατολισμούς. Κάθε δεξιότητα, όπως αυτή εφαρμόζεται σε επίπεδο δομής, εξετάζεται ξεχωριστά. Το συγκεκριμένο μοντέλο προτείνεται επειδή το μοντέλο σχεδιάστηκε για να δουλεύει πολλαπλούς θεραπευτικούς προσανατολισμούς. Το μοντέλο θεωρείται «α-θεωρητικό». Μεταξύ άλλων, η Εποπτεία:

  • ενδέχεται να αναλάβει ρόλο «διδακτικό» όταν καθοδηγείται και ενημερώνει την ομάδα.
  • ενεργεί ως σύμβουλος όταν βοηθάει την ομάδα παρατηρώντας “τυφλά σημεία” ή τρόπους με τους οποίους οι ομάδες ασυνείδητα “γαντζώνονται” από ένα ζήτημα της δομής. Ο σκοπός της υιοθέτησης ενός ρόλου “συμβούλου” στην εποπτεία είναι ο εντοπισμός των ανεπίλυτων ζητημάτων.

Το μοντέλο διακρίσεων επισημαίνει επίσης τρεις τομείς εστίασης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων: διεργασίες, εννοιολόγηση, και εξατομίκευση.

  • Τα θέματα διεργασίας εξετάζουν τον τρόπο επικοινωνίας και την ποιότητα αναστοχασμού των θεραπευτών και άλλων ειδικών.
  • Τα ζητήματα εννοιολόγησης περιλαμβάνουν το πόσο καλά οι εποπτευόμενοι μπορούν να εξηγήσουν την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης θεωρίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και τι σκοπεύουν να κάνουν στη συνέχεια
  • Τα θέματα εξατομίκευσης σχετίζονται με το πώς οι εργαζόμενοι αξιοποιούν τον ίδιο τους τον εαυτό και την προσωπικότητά τους στην εργασία τους ώστε να μην αισθάνονται ότι εργάζονται υπό συνθήκες που τους στερούν την υποκειμενικότητα τους.

Το μοντέλο διακρίσεων υποθέτει ότι ο καθένας από εμάς αλλά και οι ομάδες έχουν συνήθεις τρόπους με τους οποίους εκπληρώνουν κάποιους ρόλους και να ανταποκρίνονται σε θέματα όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.

 

Κάνοντας μια πρωτόλεια ανασκόπηση και σε άλλα μοντέλα εποπτείας που αντλούν τις αρχές τους από διάφορες θεωρίες προσωπικότητας εντοπίστηκαν κοινά σημεία όπως και κάποιες διαφορές. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συγκεντρώνουν το Ψυχοδυναμικό μοντέλο (Psychodynamic model) (Fleming, & Benedek, 1966),  το Γνωστικό – Συμπεριφοριστικό μοντέλο (Milne, & James, 2000) Φεμινιστικό μοντέλο (Burnes,  Wood, Inman, & Welikson, 2013). Όλα τα μοντέλα εστιάζουν στις αλληλεπιδράσεις εξυπηρετούμενων και κλινικών-προσωπικού, με στόχο να επιτρέψουν στην Ομάδα να συζητήσει πολλαπλές προοπτικές για να ενισχύσει τις ικανότητες της.  Από την άλλη η Εποπτεία του ψυχοδυναμικού μοντέλου επικεντρώνονται σε έννοιες όπως η μεταβίβαση και η παράλληλη επεξεργασία κατά την εποπτεία. ενώ στο πλαίσιο του Γνωστικό – Συμπεριφορικού Μοντέλου συνεργάζονται με την ομάδα για να μάθουν πώς οι δικές τους πεποιθήσεις και τρόποι σκέψης των μελών επηρεάζουν τις δεξιότητές τους στη συνάντηση με τους εξυπηρετούμενους. Τέλος, στο πλαίσιο του Φεμινιστικού Μοντέλου τονίζεται η συνεργατική σχέση μεταξύ Εποπτείας και ομάδας ακολουθώντας τις αρχές του μοντέλου της φεμινιστικής θεραπείας.

 

3. Κατακλείδα

Από τα διάφορα μοντέλα κλινικής εποπτείας επαγγελματιών και ειδικοτήτων που ασχολούνται με θέματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, έγινε προσπάθεια να εντοπιστεί το μοντέλο εκείνο – αλλά και να δωθεί προσοχή και σε κάποια άλλα σημαντικά μοντέλα – που ταιριάζει σε περισσότερες ειδικότητες (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές, νομικούς κ.α.), σε περισσότερα πλαίσια (Συμβουλευτικά Κέντρα, Επαρχίας, Πρωτεύουσας, Ξενώνες Φιλοξενίας), και να μπορεί να καλύψει ζητήματα και προβληματισμούς από τις ιδιαιτερότητες του πληθυσμού που προσφέρονται υπηρεσίες (γυναίκες που είναι θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, σε κακοποιημένες γυναίκες ή σε γυναίκες που είναι εν δυνάμει θύματα βίας), καθώς και να λαμβάνει υπόψη διαπολιτισμικές ιδιαιτερότητες μεταξύ γυναικών από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια ( σε γηγενείς, πρόσφυγες και μετανάστριες). Τέλος, να μπορεί να συνδυάσει στοιχεία και από άλλα μοντέλα χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε μορφή έκπτωση σε επιστημονικότητα, σε αξιοπιστία και σε εγκυρότητα.

Τέλος, έμφαση θα δοθεί και σε τρόπους αξιολόγησης της διαδικασίας. του περιεχομένου της, της αποτελεσματικότητας των ενδεχόμενων συμπερασμάτων προς εξαγωγή, της αναστοχαστικής λογικής της, του ρόλου του Επόπτη, στον τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων εκ μέρους του, των στόχων της Ομάδας, της σταδιακής εξέλιξης – βελτίωσης κ.α.. Η αξιολόγηση θα έχει χαρακτήρα που θα λαμβάνει υπόψη της τον χρόνο, αφού πολλά από τα υπό διαπραγμάτευση θέματα θα αφορούν καταστάσεις που χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να δοθούν αξιοποιήσιμες πληροφορίες.

Αρχικά, έγινε μια πρώτη παρουσίαση και μια πρωτόλεια μεθοδολογική καταγραφή – του πλαισίου εποπτείας, των θεματικών / αξόνων που θεωρούνται σημαντικές να ληφθούν υπόψη και να διαπραγματευτούν/διαχειριστούν – και που θα εξειδικευτούν/αναλυθούν ακόμα περισσότερο στην πορεία.

 

 

Δέδες Φανούριος

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ειδίκευσης στην Κλινική και Κοινωνική Ψυχολογία

Α.Π.Θ. (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)

4. Αναφορές -Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

 

American Psychological Association. (2014). Guidelines for Clinical Supervision in Health Service Psychology. Retrieved from http://apa.org/about/policy/guidelines supervision.pdf.

 

Bernard, J. M., Goodyear, R. K., & Bernard, J. M. (1992). Fundamentals of clinical supervision.

 

Bhuyan, R., & Senturia, K. (2005). Understanding Domestic Violence Resource Utilization and Survivor Solutions Among Immigrant and Refugee Women Introduction to the Special Issue. Journal of interpersonal Violence, 20(8), 895-901.

 

British Psychology Society, Division of Clinical Psychology (2014). DCP Policy on Supervision. Retrieved from http://www.bps.org.uk/system/files/Public%20files/inf224_dcp_supervision.pdf

 

Burke, B., & Dalrymple, J. (2000). Teamwork in multiprofessional care. Palgrave Macmillan.

 

Burman, E., Smailes, S. L., & Chantler, K. (2004). ‘Culture’as a barrier to service provision and delivery: domestic violence services for minoritized women. Critical social policy, 24(3), 332-357.

 

Burnes, T. R., Wood, J. M., Inman, J. L., & Welikson, G. A. (2013). An investigation of process variables in feminist group clinical supervision. The Counseling Psychologist41(1), 86-109.

 

Burstow, B. (2003). Toward a radical understanding of trauma and trauma work. Violence against women, 9(11), 1293-1317.

 

Cooperrider, D. L., Peter Jr, F. S., Whitney, D., & Yaeger, T. F. (2000). Appreciative inquiry: Rethinking human organization toward a positive theory of change. Team Performance Management, 6(7-8), 140-140.

 

Goodyear, R. K., & Bernard, J. M. (1998). Clinical supervision: Lessons from the literature. Counselor Education and Supervision38(1), 6-22.

 

Freedman, J. (2016). Engendering Security at the Borders of Europe: Women Migrants and the Mediterranean ‘Crisis’. Journal of Refugee Studies, few019.

 

Gerard, A., & Pickering, S. (2014). Gender, securitization and transit: refugee women and the journey to the EU. Journal of Refugee Studies, 27(3), 338-359.

 

Jensen, I. (2011). If culture is practice…? A practice theoretical perspective on intercultural communication and mediation. Transforming Otherness, 9-33.

 

Jones, G. R., & George, J. M. (1998). The experience and evolution of trust: Implications for cooperation and teamwork. Academy of management review23(3), 531-546.

 

Fleming, J., & Benedek, T. (1966). Psychoanalytic supervision: A method of clinical teaching. Grune & Stratton, Australia.

 

Milne, D., & James, I. (2000). A systematic review of effective cognitive‐behavioural supervision. British Journal of Clinical Psychology39(2), 111-127.

 

Raj, A., & Silverman, J. (2002). Violence against immigrant women: The roles of culture, context, and legal immigrant status on intimate partner violence. Violence against women, 8(3), 367-398.

 

Simister, J. (2012). More Than a Billion Women Face ‘Gender Based Violence’; Where Are Most Victims?. Journal of Family Violence, 27(7), 607-623.

 

Sokoloff, N. J., & Dupont, I. (2005). Domestic violence at the intersections of race, class, and gender challenges and contributions to understanding violence against marginalized women in diverse communities. Violence against women, 11(1), 38-64.

 

Treloar, R. (2014). Intersectionality. In Encyclopedia of Critical Psychology (pp. 995-1001). Springer New York.

 

World Health Organization, Department of Reproductive Health and Research, London School of Hygiene and Tropical Medicine, South African Medical Research Council (2013). Global and regional estimates of violence against women: prevalence and health effects of intimate partner violence and non-partner sexual violence, – See more at: http://www.unwomen.org/en/what-we-do/ending-violence-against-women/facts-and-figures#sthash.YO1DynbC.dpuf.

 

Α. Ευρυνόμη, 2007, Σημειώσεις μαθήματος Δουλεύοντας με Ομάδες: Ιδιαίτερα Ευπαθείς Ομάδας του Πληθυσμού.

 

Φ. Δέδες, Π. Τσίρτογλου 2010, “Νέες Μορφές Υποκειμενικότητας του Κοινωνικού Επιστήμονα/Ψυχολόγου στην Παροχή Ψυχοκοινωνικών Υπηρεσιών στην Ελλάδα: Η Περίπτωση των ΜΚΟ”, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ειδίκευσης στην Κλινική και Κοινωνική Ψυχολογία, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ψυχολογίας, Θεσ/νίκη.

 

 

[1]             Αυγή Ευρυνόμη (χ.η.). Σημειώσεις μαθήματος για τρόπους διαχείρισής Ομάδων από ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδας του πληθυσμού.  ΜΠΣ Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας.  ΑΠΘ.

[2]                                                                                                                        Οι  αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων φορέων αναλύονται διεξοδικά στο Πρωτόκολλο Συνεργασίας της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών (Γ.Γ.Ι.Φ./ΥΠ.ΕΣ.), της Γενικής Γραμματείας Υποδοχής του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής (Γ.Γ.Υ.), της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας (Γ.Γ.Δ.Υ.), του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α.), του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.), της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.ΠΕ.), της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.), του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.) και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.). Στο πρωτόκολλο αυτό υπογράφτηκε με σκοπό την υιοθέτηση κοινού πλαισίου διαδικασιών εντοπισμού, παραπομπής και φιλοξενίας, αλλά και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και δράσεων σε γυναίκες πρόσφυγες θύματα ή εν δυνάμει θύματα βίας και στα παιδιά τους, καθώς και σε γυναίκες πρόσφυγες αρχηγούς μονογονεϊκών οικογενειών στο πλαίσιο των έργων: 1) «Λειτουργία δομών και υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης προς όφελος των γυναικών και για την καταπολέμηση της βίας-Λειτουργία Κέντρων Συμβουλευτικής Υποστήριξης γυναικών θυμάτων βίας σε περιφερειακό επίπεδο». 2) «Λειτουργία δομών και υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης προς όφελος των γυναικών και για την καταπολέμηση της βίας-Λειτουργία Κέντρων Συμβουλευτικής Υποστήριξης γυναικών θυμάτων βίας σε τοπικό επίπεδο». 3) «Λειτουργία δομών και υπηρεσιών του ΕΚΚΑ προς όφελος των γυναικών και για την καταπολέμηση της βίας-Λειτουργία Ξενώνων Φιλοξενίας. 4) «Λειτουργία δομών και υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης προς όφελος των γυναικών και για την καταπολέμηση της βίας-Λειτουργία Ξενώνων Φιλοξενίας». 5) «Οριζόντιες Παρεμβάσεις Εθνικής Εμβέλειας για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών».

Συνοπτικό μεθοδολογικό πλαίσιο κλινικής εποπτείας για ομάδες προσωπικού δομών που ασχολούνται με ευάλωτους πληθυσμούς